- ξυλέλαιο
- το (Μ ξυλέλαιον)νεοελλ.ξηραινόμενο έλαιο που λαμβάνεται από τα σπέρματα και τον κορμό τού δένδρου Αleurites cordata το οποίο ευδοκιμεί στην Κίνα και την Ιαπωνία και χρησιμοποιείται στην κατασκευή ελαιοχρωμάτων, βερνικιώνμσν.ποσότητα ξύλου και ελαίου που διδόταν ως εισφορά, ως φόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ἔλαιον].
Dictionary of Greek. 2013.