ξυλέλαιο

ξυλέλαιο
το (Μ ξυλέλαιον)
νεοελλ.
ξηραινόμενο έλαιο που λαμβάνεται από τα σπέρματα και τον κορμό τού δένδρου Αleurites cordata το οποίο ευδοκιμεί στην Κίνα και την Ιαπωνία και χρησιμοποιείται στην κατασκευή ελαιοχρωμάτων, βερνικιών
μσν.
ποσότητα ξύλου και ελαίου που διδόταν ως εισφορά, ως φόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ἔλαιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλευρίτης — Είδος σιταριού που δίνει πολύ αλεύρι και λίγα πίτουρα. Α. ονομάζεται επίσης και το χιόνι που έχει πολύ λεπτές νιφάδες, καθώς και μια παιδική αρρώστια που προκαλεί αλευρώδες εξωτερικό κάλυμμα στο δέρμα. (Βοτ.) Α. λέγεται και γένος ελαιοπαραγωγών… …   Dictionary of Greek

  • ελαϊόκοκκα — η δέντρο από το οποίο εξάγεται το ξυλέλαιο …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • φουράνιο — το, Ν χημ. 1. ετεροκυκλική οργανική ένωση, που απαντά σε μικρές ποσότητες στο ξυλέλαιο τού πεύκου και το οποίο παρασκευάζεται με κατεργασία τής φουρφουράλης ή τού φουροϊκού οξέος με άσβεστο 2. στον πληθ. τα φουράνια συνοπτική ονομασία μεγάλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”